εὐσυναλλαξία

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ἡ,

   A fair dealing, Stoic.3.64,67.

Greek Monolingual

εὐσυναλλαξία, ἡ (Α) ευσυνάλλακτος
η ευθύτητα, η εντιμότητα στις συναλλαγές.