εντιμότητα
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
Greek Monolingual
η (Α ἐντιμότης)
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του έντιμου, τιμιότητα, ευσυνειδησία
2. ως τιμητική προσφώνηση («η Υμετέρα Εντιμότης», «η Εντιμότητά Σας»)
αρχ.
η υπόληψη, η αναγνώριση της αξίας.