εὐτρεπισμός

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ὁ,

   A preparation, Simp.in Ph.793.7, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεπισμός: ὁ, «ἑτοιμασία» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ο (Μ εὐτρεπισμός) ευτρεπίζω
τακτοποίηση, συγύρισμα
μσν.
προπαρασκευή, προετοιμασία.