προετοιμασία
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ἡ, previous preparation, Eustr.in EN11.7.
Greek (Liddell-Scott)
προετοιμασία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 757Α, Ὠριγ. IV, 276Β.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προετοιμάζω
ετοιμασία εκ τών προτέρων, προπαρασκευαστικές ενέργειες, προπαρασκευή (α. «οι προετοιμασίες για τον εορτασμό» β. «η προετοιμασία του συνεδρίου
γ. «η προετοιμασία για τη Θεία Μετάληψη»
νεοελλ.
1. μουσ. η απάλυνση της εντύπωσης που προκαλεί μια διάφωνη νότα σε συγχορδία με το να ακουστεί προηγουμένως σαν σύμφωνη νότα σε άλλη συγχορδία
2. φρ. «προετοιμασία του εδάφους»
(γεωπ.) το σύνολο τών πρακτικών κατεργασίας του εδάφους ώσπου να αποκτήσει την καταλληλότερη φυσική κατάσταση για τη σπορά και το φύτρωμα του σπόρου.