προπαρασκευή
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ἡ,
A preparation, Hp.Acut.25 (pl.), Sor.1.66, Procl. in Prm.p.679S. (pl.); προπαρασκευαί = futurae litis, Donat. ad Ter.Eun.495; of τελετή, opp. μύησις, Herm.in Phdr.p.158A.
German (Pape)
[Seite 738] ἡ, Vorbereitung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προπαρασκευή: ἡ, προετοιμασία, Ἱππλ π. Διαίτ. Ὀξ. 387.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. προετοιμασία, διαδικασία προετοιμασίας
2. το αποτέλεσμα της προετοιμασίας
αρχ.
προετοιμασία μύησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + παρασκευή. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματικής ενέργειας του ρ. προπαρασκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-παρασκευή -ῆς, ἡ voorbereiding.