ευσύνοπτος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, -ον)
αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.)
-η, -ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, -ον)
αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.)