ἐφιδρύω
German (Pape)
[Seite 1118] darauf setzen, stellen, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφιδρύω: ἱδρύω ἐπί τινος, Φίλων 1. 21, Παύλ. Σιλ. Ἄμβων 158.
Greek Monolingual
ἐφιδρύω (Α)
1. θέτω ή ιδρύω κάτι πάνω σε κάτι
2. (μέσ. και παθ.) ἐφιδρύομαι
τοποθετούμαι πάνω σε κάτι, ανεβαίνω
3. ιδρύω, συνιστώ, παρασκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ἱδρύω.