ἐχινῆ

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

(sc. δορά), ἡ,

   A hedgehog's skin, Hdn.Gr.1.334.    II ἐ. στρατιωτική, prob. = ἐχινέα, IG11(2).161 B 125 (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1126] ἡ, zsgzgn aus ἐχινέα, die Haut des Igels, Arcad. p. 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχῑνῆ: (δηλ. δορά), ἡ, δέρμα τοῦ ἐχίνου (ἀκανθοχοίρου), Ἀρκάδ. σ. 112, πρβλ. Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 320.

Greek Monolingual

ἐχινῆ, ἡ (Α) εχίνος
1. (ενν. δορά) δέρμα σκαντζόχοιρου
2. «ἐχινῆ στρατιωτική» — πιθ. ἐχινέα, είδος αγγείου, δοχείου που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχίνος + κατάλ. -η (πρβλ. λεοντ-ή)].