Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εχίνος

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐχῑνος, Μ και ἐχῑνος, ἡ και ἐχῑνα)
1. ζώο θηλαστικό εντομοφάγο, ακανθόχοιρος, σκαντζόχοιρος
2. αχινός («ἐχῑνοι... θαλάττιοι», Αριστοτ.)
3. το κέλυφος του καρπού τών κυπελλοφόρων φυτών, π.χ. της καστανιάς, της βαλανιδιάς κ.ά.
4. το τρίτο και κύριο μέρος του στομάχου τών μυρηκαστικών ζώων, όπου κυρίως γίνεται η πέψη
5. ο πρόλοβος τών φυτοφάγων πτηνών
6. αρχιτ. το κυκλικό, ωοειδές μέρος του δωρικού και ιωνικού κιονόκρανου
νεοελλ.
1. αμυντικό μέσο, με το οποίο φράσσονται οι έξοδοι τών συρματοπλεγμάτων
2. μηχανικό σύστημα που χρησιμεύει για τη μετάδοση της κίνησης από έναν άξονα σε άλλο παράλληλο άξονα
αρχ.
1. το όστρακο του θαλάσσιου αχινού που χρησιμοποιούσαν πολλές φορές ως δοχείο για την εναπόθεση ιατρικών φαρμάκων
2. μετάλλινο ή πήλινο δοχείο στο οποίο κλείνονταν και σφραγίζονταν από τους διαιτητές οι μαρτυρικές αποδείξεις ώς την ημέρα της δίκης ή της εφέσεως, οπότε το άνοιγαν («ἐχρῆν αὐτὸ τὸ γραμματεῖον εἰς τὸν ἐχῖνον ἐμβαλεῖν», Δημοσθ.)
3. αγγείο, δοχείο, υδρία, είδος χύτρας
4. οι τραχηλικοί σπόνδυλοι του κεστρέως (είδους ψαριού)
5. μέρος του χαλινού του αλόγου («τοὺς δ' ἐχίνους ὀξεῖς», Ξεν.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες»
7. είδος πλακούντος πίτας («ἐπὶ τῆς δευτέρας εἰσάγουσι τραπέζης ἐχῖνον», Αθήν.)
8. είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως < έχις «οχιά» + επίθημα -ίνο-, πιθ. «αυτός που τρώει τις οχιές». Η λ. εχίνος χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο της λ. χηρ για λόγους ευφημισμού. Συνδέεται με αρμ. ozni (< ΙΕ ogh-ĭn-yo-) με επίθημα -n- και άλλη μεταπτωτικη βαθμίδα ρίζας, λιθ. ežỹs, αρχ. σλαβ. ježĭ (< IE egh-yo-), αρχ. ανω γερμ. igil. Από το εχίνος προήλθε το νεοελλ. αχινός].