ἐχιδνότοκος, -ον (ΑΜ)ο γεννημένος από έχιδναμσν.μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτί-τοκος, πυρί-τοκος].