A v. ἐφέστιος.
-α, -ο (Α ἐφίστιος, -ον)νεοελλ.αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένος στον ιστό («ἐφίστιος φανός»)αρχ.επιγρ. ιων. τ. του εφέστιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστός.