ἐφίστιος

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφίστιος Medium diacritics: ἐφίστιος Low diacritics: εφίστιος Capitals: ΕΦΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: ephístios Transliteration B: ephistios Transliteration C: efistios Beta Code: e)fi/stios

English (LSJ)

v. ἐφέστιος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐφίστιος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένος στον ιστό («ἐφίστιος φανός»)
αρχ.
επιγρ. ιων. τ. του εφέστιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστός.