ἱστός
English (LSJ)
ὁ, (ἵστημι)
A anything set upright:
I mast, ἱστὸν.. στῆσαν ἀείραντες they stepped the mast, Od.15.289, cf. Il.23.852, etc.; ἱστοὺς στησάμενοι Od.9.77. cf. Il.1.480; ἱστὸν αἴρεσθαι X.HG6.2.29; opp. καθαιρεῖν, κὰδ δ' ἕλον ἱστόν took it down, unstepped it, Od.15.496; κεραία καὶ ἱ. IG22.657.14: generally, rod, pole, ἱστὸς χάλκεος Hdt.8.122; beam, IG22.1672.306 (pl.).
II beam of a loom, which stood upright, instead of lying horizontal as in our looms; πόσσω κατέβα τοι ἀφ' ἱστῶ; (sc. τὸ ἐμπερόναμα) Theoc.15.35; later ἱ. ὄρθιος (opp. the horizontal loom), Artem.3.36: generally, loom, ἱστόν τ' ἠλακάτην τε Il.6.491, Schwyzer180 (Crete), etc.; ἱ. στήσασθαι to set up the beam and so begin a web, Hes.Op.779; ἱ. ἐποίχεσθαι to traverse the loom, because the weaver was obliged to walk to and fro, Il.1.31, Od.5.62.
2 warp fixed to the beam: hence, the web itself, ἱστὸν ὕφαινε Il.3.125, etc.; ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱ., νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od. 2.104; ἱ. μεταχειρίζεσθαι Pl.Phd. 84a; ὁ ἐκτετμημένος ἱστός = the web cut from the loom and finished, opp. ὁ πρὸς ἐκτομήν, Artem.l.c.; web of a certain size, piece, PHib.1.67.12 (iii B.C.), etc.; ὀθονίων ἱ. τρισχίλιοι Plb.5.89.2; τρεῖς ἱ. καθελεῖν Str.8.6.20.
3 ἱ. ἀραχνᾶν spiders' webs, B.3.7.
4 comb of bees, Arist.HA624a5.
III shinbone, leg, Opp.C.1.408.
IV a constellation, Aët.3.164.
German (Pape)
[Seite 1271] ὁ (ἵστημι), 1) der Mastbaum, Schiffsmast; ἱστὸν στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν Od. 15, 289; κὰδ δ' ἕλον ἱστόν 496; ἐν δ' ἱστόν τ' ἐτίθεντο 8, 52; ἱστοὺς στησάμενοι 9, 77; Eur. Hec. 1263; αἰρόμενος τοὺς ἱστούς Xen. Hell. 6, 2, 29. – 2) der Webebaum, der Baum, an welchem die Kette zum Weben senkrecht aufgezogen, gleichsam steht, während sie bei uns wagerecht über dem Brust- u. Kettenbaum aufgespannt liegt; ἱστὸν στήσασθαι, den Webebaum aufstellen, um das Gewebe zu beginnen, Hes. O. 777; ἱστὸν ἐποίχεσθαι, am Webebaum hin- u. hergehen, um so zu weben, Od. 10, 221 u. öfter; ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί Pind. P. 9, 18; ἱστοῖς ἐν καλιφθόγγοις Eur. I. T. 221; Plat. Lys. 208 d Phaed. 84 a; – die Kette, der Aufzug selbst u. das Gewebe, ἡ δὲ μέγαν ἱστὸν ὕφαινε Il. 3, 125; Hes. O. 64; ἀλλύειν Od. 24, 144; das Stück, welches auf dem Webestuhle mit einem Male gefertigt werden kann, Pol. 5, 89, 2; τρεῖς ἤδη καθεῖλον ἱστούς bei Strab. VIII, 378. – Übertr., vom Bau der Bienenzellen, Arist. H. A. 9, 40; öfter von Spinnen bei Sp., wie auch Bacchyl. Stob. fl. 55, 3. – Bei Opp. Cyn. 1, 408 das Schienbein.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
propr. objet dressé, d'où
I. mât de navire;
II. rouleau vertical, d'où partent les fils de la chaîne sur un métier de tisserand, d'où
1 métier de tisserand : ἱστὸν ἐποίχεσθαι IL, OD aller et venir sur le métier en parl. du tisserand;
2 la chaîne fixée sur le métier ; la trame : ἱστὸν ὑφαίνειν IL, OD tisser une trame;
III. baguette, verge.
Étymologie: R. Στα, cf. ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἱστός: ὁ
1 мачта (ἱστὸν στήσασθαι Hom. или αἴρεσθαι Xen.);
2 столб, шест (χάλκεος Her.);
3 ткацкий навой (в виде вертикального столба), тж. ткацкий станок: ἱστὸν στήσασθαι Hes. приготовлять станок, т. е. приступать к тканью; ἱστὸν ἐποίχεσθαι Hom. ходить вдоль станка, т. е. работать за ткацким станком;
4 ткань (ἱστὸν ὑφαίνειν Hom., Hes., Plut.);
5 кусок ткани (ὀθονίων ἱστοὶ τρισχίλιοι Polyb.);
6 pl. пчелиные соты (αἱ μέλιτται ποιοῦσιν ἱστούς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱστός: ὁ, (ἵστημι) πρᾶγμα στηθὲν καὶ μένον ὄρθιον. Ι. ἱστὸς πλοίου, «κατάρτι», ἱστόν... στῆσαν ἀείραντες, «τὸ ἐσήκωσαν καὶ τὸ ἔστησαν τὸ κατάρτι» Ὀδ. Ο. 289, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 852· ἱστοὺς στησάμενοι Ὀδ. Ι. 77, πρβλ. Ἰλ. Α. 480· οὕτως, ἱστὸν αἴρεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29· ἀντίθετον τῷ καθαιρεῖν, κάδ δ’ ἕλον ἱστόν, τὸν κατεβίβασαν, Ὀδ. Ο. 496· - καθόλου, ῥάβδος μακρά ἀνέθεσαν ἀστέρας χρυσέους, οἳ ἐπὶ ἱστοῦ χαλκέου ἑστᾶσι Ἡρόδ. 8. 122. ΙΙ. ἡ δοκὸς τοῦ ἱστοῦ, ἤτοι «ἀργαλειοῦ», ἥτις ἵστατο ὀρθία καὶ οὐχὶ ὀριζοντίως ὡς παρ’ ἡμῖν· (ἐντεῦθεν περὶ ὑφάσματος λέγεται, καταβῆναι ἀφ’ ἱστοῦ Θεόκρ. 15. 35)· ἀκολούθως καθόλου, ὁ «ἀργαλειός», Ἰλ. Ζ. 491, Ὀδ. Α. 357, κτλ.· ἱστὸν στήσασθαι, στήνω τὸν «ἀργαλειὸ» καὶ ἀρχίζω ὕφασμα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 777· ἱστὸν ἐποίχομσι, κινοῦμαι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους τοῦ ἱστοῦ πρὸς τὸ ἄλλο, διότι ὁ ὑφαίνων ἔδει νὰ βαδίζῃ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους εἰς τὸ ἕτερον καὶ τἀνάπαλιν· ἱστὸν ἑποιχομένην, «ἱστουργοῦσαν καὶ ὑφαίνουσαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 31, Ὀδ. Ε. 62· ἴδε ἐν λ. παλίμβαμος. - Παρὰ μεταγεν., ὅτε εἰσήχθη ὁ ὁριζόντιος ἱστός, ὁ κάθετος ὠνομάσθη ἱστὸς ὄρθιος, Ἀρτεμίδ. 3. 36· τὸ εἶδος τοῦτο εἶναι καὶ νῦν ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰνδικῇ καὶ ἐν Τουρκίᾳ ἐν τῇ κατασκευῇ ταπήτων, καὶ τὰς ψιάθους (ψάθας) ἐπὶ τοιούτων ἱστῶν ὑφαίνουσι νῦν ἐν πλείσταις πόλεσι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μάλιστα δὲ ἐν Πανόρμῳ τῆς Κυζίκου. 2) ὁ στήμων ὁ εἰς τὸν ἱστὸν προσηρμοσμένος καὶ ἑπομένως αὐτὸ τὸ ὕφασμα, ἱστὸν ὕφαινε Ἰλ. Γ. 125. κτλ· ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν περὶ τῆς Πηνελόπης, Ὀδ. Β. 104· ἱστὸν μεταχειρίζεσθαι Πλάτ. Φαίδ. 84Α· ὁ ἐκτετμημένος ἱστός, τὸ ἀποκεκομμένον ἀπὸ τοῦ στήμονος καὶ τετελειωμένον ὕφασμα, ἀντίθ. τῷ ὁ πρὸς ἐκτομὴν Ἀρτεμίδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ὡσαύτως, ὕφασμα μεγέθους τινός, τεμάχιον ὑφάσματος, ὀθονίων ἱστοὶ τρισχίλιοι Πολύβ. 5. 89, 2· τρεῖς ἱστοὺς καθελεῖν Στράβ. 378: - ἐντεῦθεν στήμων, τὸ στημόνι· περὶ τῶν διαφόρων μερῶν ἴδε ἐν λέξ. μίτος, πηνίον, καῖρος, κανών, ἀντίον, ἄγνυθες. Εἰκόνας τοῦ νῦν ἐν χρήσει παρ’ ἡμῖν ἱστοῦ κλ. ἐργαλείων ἴδε ἐν Ἀθηνᾶς τ. 10, μεταξύ τῶν σελ. 540 καὶ 541. 3) ἀραχνᾶν ἱστοὶ πέλονται, ὑφάσματα ἀραχνῶν, Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 (13). 4) μελίκηρον, κηρήθρα μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 8. ΙΙΙ. τὸ τῆς κνήμης ὀστοῦν, κοινῶς «καλάμι», κνήμη, Ὀππ. Κυν. 1. 408.
English (Slater)
ἱστός loom ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδοὺς (P. 9.18)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱστός)
1. μακρύ, κυλινδρικό συνήθως, δοκάρι, κάθετο στον διαμήκη άξονα του πλοίου, πάνω στο οποίο είναι αναρτημένα τα πανιά, κατάρτι, άρμπουρο
2. εργαλείο ή μηχάνημα με το οποίο γίνεται η ύφανση, αργαλειός («υφαντικός ιστός»)
3. το υφάδι, το ύφασμα που υφαίνεται («ο ιστός της Πηνελόπης»)
4. φρ. «ιστός της αράχνης» — το λεπτό σαν δίχτυ πλέγμα της αράχνης
νεοελλ.
1. βιολ. άθροισμα ομοειδών κυττάρων που επιτελούν την ίδια λειτουργία (α. «μυϊκός ιστός» β. «επιθηλιακός ιστός» γ. «φυτικός ιστός»)
2. (ορυκτολ.) το σχήμα, το μέγεθος και ο τρόπος σύνδεσης τών ορυκτολογικών συστατικών ενός πετρώματος
3. (μεταλλ.) η υφή ενός μετάλλου
4. φρ. α) «ιστός σημαίας» — το κοντάρι της σημαίας
β) «ιστός κεραίας» — μεταλλική κατακόρυφη ράβδος ή στήλη που χρησιμοποιείται στη ραδιοτεχνία για τη στήριξη της κεραίας λήψης ή εκπομπής
αρχ.
1. κομμάτι υφάσματος
2. (για μέλισσες) κηρήθρα
3. το οστό της κνήμης, το καλάμι
4. ονομασία αστερισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵστημι ή, πιθ., από κάποιο μη σωζόμενο θεματικό ενεστωτικό τ. του ρ. (πρβλ. λατ. sistō). Δύο παρ. του ἱστός μαρτυρούνται στη Μυκηναϊκή: itejao (=ἱστειάων «γυναικών που ασχολούνται με την ύφανση») και itowesa (= ιστοFέσσα, επίθ. αβέβαιης σημασίας, προσδιοριστικό του ον. ἐσχάρα). Ως υποκοριστικὸ του ἱστός χρησιμοποιήθηκε ο τ. ἱστίον, που εξελίχθηκε σημασιολογικώς στο να δηλώνει όχι τον «μικρό ιστό (κατάρτι)» αλλά το «πανί» (άρμενο) του πλοίου.
ΠΑΡ. ιστίον
αρχ.
ιστάριον, ιστεών, ιστών.
ΣΥΝΘ. ιστοβοεύς, ιστοκεραία, ιστοπέδη
αρχ.
ιστάρχης, ιστοβόη, ιστοδόκη, ιστοδρομώ, ιστοθήκη, ιστοποιία, ιστοπονία, ιστοπόνος, ιστόπους, ιστοτέλεια, ιστότονος, ιστοτριβής, ιστουργείον, ιστουργία, ιστουργικός, ιστουργός, ιστοφόρος
μσν.
ιστοπόδιον, ιστούργημα
νεοελλ.
ίσταρχος, ιστογενής, ιστογόνος, ιστοθέτηση, ιστοθέτιδα, ιστοθετικός, ιστοθετώ, ιστοκαλλιέργεια, ιστολογία, ιστολογικός, ιστολυσία, ιστολυτικός, ιστόλυση, ιστοταξία, ιστοτομία, ιστοϋφάντης].
Greek Monotonic
ἱστός: ὁ (ἵστημι), οτιδήποτε τοποθετείται και στέκεται όρθιο·
I. κατάρτι πλοίου· ἱστὸν στῆσαι ή στήσασθαι, υψώνω κατάρτι, σε Όμηρ.· ραβδί, μπαστούνι, βέργα, σε Ηρόδ.
II. 1. ιστός αργαλειού, που στεκόταν όρθιος αντί να είναι οριζόντιος, σε Όμηρ.· ἱστὸν στήσασθαι, στήνω τον ιστό και ξεκινώ την ύφανση, σε Ησίοδ.· ἱστὸν ἐποίχεσθαι, κινούμαι από το ένα μέρος του ιστού προς το άλλο, γιατί ο υφάντης έπρεπε να βαδίζει από το ένα μέρος στο άλλο και το αντίθετο, σε Όμηρ.
2. στημόνι που ήταν προσαρμοσμένο στον ιστό, δίχτυ, ύφασμα, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: beam (of a loom), loom, web; mast (Il.).
Compounds: Often as 1. member, e. g. ἱστο-δόκη support of the mast, mast-holder for the mast when let down (Α 434), ἱστο-πέδη mast-shoe (μ 51 = 162, Alc. Ζ 2, 6); cf. Risch IF 59, 26; ἱστο-βοεύς beam of a plough, -dissel (Hes. Op. 431, 435, A. R. 3, 1318 a. Orac. ap. Paus. 9, 37, 4 ), metr. enlargement of *ἱστό-βοος = ἱστὸς βόειος, βοῶν (cf. ἱππο-πόταμος) after the names of apparatus in -ευς; s. K. Meister HK 174, Boßhardt Die Nom. auf -ευς 31; also ἱστο-βόη (AP 6, 104, after -δόκη a. o.). εξιστων adjunct of χιτωνίσκον in a set of clothes for Artemis ( for ἕξ ἱστῶν, consisting of six pieced of woven material.
Derivatives: ἱστίον, mostly pl. -ία sail (Il.), also curtain (LXX), web as measure (pap.);
Origin: IE [Indo-European] [1004] *steh₂- set, put up
Etymology: Formation like φορτίον a. o. (Chantraine Formation 59). To ἵσταμαι (or a lost present of the type Lat. si-st-ō) as "the stander" (not "the set-ler"); orig. of the beam of the loom (which was standing), cf. Chantraine Étrennes Benveniste 14, Hermann Gött. Nachr. 1943, 7. S. also στήμων.
Middle Liddell
ἱστός, ὁ, ἵστημι
anything set upright:
I. a ship's mast, ἱστὸν στῆσαι or στήσασθαι to step the mast, Hom.:— a rod, pole, Hdt.
II. the beam of the loom, which stood upright, instead of lying horizontal as in our looms, Hom.; ἱστὸν στήσασθαι to set up the beam and so begin a web, Hes.; ἱστὸν ἐποίχεσθαι to traverse the loom, because the weaver was obliged to walk to and fro, Hom.
2. the warp that was fixed to the beam, the web, Hom.
Frisk Etymology German
ἱστός: {histós}
Grammar: m.
Meaning: Webebaum, Webstuhl, Gewebe; Mastbaum (seit Il.).
Composita : Oft als Vorderglied, z. B. ἱστοδόκη Maststütze, Mastgabel zum Aufnehmen des umgelegten Mastbaums (Α 434), ἱστοπέδη Mastfessel, Mastschuh (μ 51 = 162, Alk. Ζ 2, 6); vgl. Risch IF 59, 26; ἱστοβοεύς ‘Pflugbaum, -deichsel' (Hes. Op. 431, 435 [Versende], danach A. R. 3, 1318 u. Orac. ap. Paus. 9, 37, 4 [Versanfang]), metr. Verlängerung von *ἱστόβοος = ἱστὸς βόειος, βοῶν (vgl. ἱπποπόταμος) im Anschluß an die Gerätenamen auf -ευς; vgl. K. Meister HK 174, Boßhardt Die Nom. auf -ευς 31; auch ἱστοβόη (AP 6, 104, nach -δόκη u. a.).
Derivative: Davon ἱστίον, gew. pl. -ία Segel, Segelwerk (seit Il.), auch Vorhang (LXX), Webstück als Maß (Pap.);
Etymology : Bildung wie φορτίον u. a. (Chantraine Formation 59). Zu ἵσταμαι (bzw. einem verschollenen Präsens vom Typus lat. si-st-ō) als "der Ständer" (nicht "der Steller"); urspr. vom Webebaum, vgl. Chantraine Étrennes Benveniste 14, Hermann Gött. Nachr. 1943, 7. S. auch στήμων.
Page 1,739-740
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κατάρτι). Ἀπό τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.