ἐώρα, ἡ (Α)1. δ. γρφ. του αἰώρα2. στον πληθ. αἱ ἑῶραιγιορτή προς τιμήν της Ηριγόνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εώρα αντί αιώρα με δημώδη μονοφθογγική προφορά του αιως ε-].