ζευγάς

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο ζεύγος
1. αυτός που έχει ζεύγος βοδιών που καλλιεργούν τη γη, ο ζευγολάτης
2. παροιμ. «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» ή «ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς» — δεν πρέπει να περισπάται κάποιος σε ασυμβίβαστες ασχολίες.