ζευκτικός

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ή, όν,= εὐναῖος, of Aphrodite, Sch.Opp.H.4.156;

   A = ζευκτήριος, ἡνίαι Gloss.

Greek Monolingual

ζευκτικός, -ή, -όν (Α) ζευκτός
1. (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα
2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.