ζευκτικός
From LSJ
Full diacritics: ζευκτικός | Medium diacritics: ζευκτικός | Low diacritics: ζευκτικός | Capitals: ΖΕΥΚΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: zeuktikós | Transliteration B: zeuktikos | Transliteration C: zefktikos | Beta Code: zeuktiko/s |
ζευκτική, ζευκτικόν, = εὐναῖος, of Aphrodite, Sch.Opp.H.4.156; = ζευκτήριος, ἡνίαι Glossaria.
ζευκτικός, -ή, -όν (Α) ζευκτός
1. (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα
2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.