ζακαλλής

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ές, (κάλλος)

   A very beautiful, Hsch. ζακελτίδες, v. ζεκ-.

German (Pape)

[Seite 1136] Hesych. = περικαλλής.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰκαλλής: -ές, (κάλλος) περικαλλής, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζακαλλής, -ές (Α)
πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -καλλής < κάλλος (πρβλ. α-καλλής, περι-καλλής)].