ζυγιστής

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ζυγιαστής, ο ζυγίζω
1. αυτός που ζυγίζει
2. αυτός που έχει ως επάγγελμα (ως υπηρεσία) τη ζύγιση και γενικά τον έλεγχο τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται στο τελωνείο.