ζυγιαστής

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. ζυγιάστρα, πληθ. ζυγιαστάδες) ζυγιάζω
1. ζυγιστής
2. (μτφ. το θηλ.) η ζυγιάστρα
αυτή που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί και να εκτιμά πρόσωπα και πράγματα, καθώς και αυτή που προχωρεί στους αισθηματικούς δεσμούς της υπολογίζοντας ακριβώς τους σκοπούς και τα συμφέροντά της
3. το αρσ. ως ουσ. το βαρίδι του ζυγού («ο ζυγιαστής του κανταριού»).