-η, -οαυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωηρός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά-χρωμος, μονό-χρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].