ζωγρείον
Greek Monolingual
ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) ζωγρώ·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο
2. κλουβί
3. παγίδα
4. ιχθυοτροφείο
5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα
τα ζωάγρια.
ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) ζωγρώ·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο
2. κλουβί
3. παγίδα
4. ιχθυοτροφείο
5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα
τα ζωάγρια.