ἡγεμόνευμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A leading: but in E.Ph.1492 ἁγεμόνευμα νεκροῖσι, = ἡγεμὼν νεκρῶν, cf. Sch. ad loc.
German (Pape)
[Seite 1149] τό, die Anführung, Leitung, bei Eur. Phoen. 1501 nennt sich Antigone ἁγεμόνευμα νεκροῖσι πολύστονον, Schol. προηγήτειραν τῶν νεκρῶν, in den Tod vorangehend.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμόνευμα: τό, ὁδηγία, ἀρχηγία· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Φοιν. 1494 ἁγεμόνευμα νεκροῖσι = ἡγεμών νεκρῶν, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ἡγεμόνευμα και ἁγεμόνευμα, το (Α) ηγεμονεύω
1. ηγεμονία, αρχηγία
2. (με δοτ. αντί του ηγεμών) φρ. «ἁγεμόνευμα νεκροῑσιν» — ηγεμόνας νεκρών (Ευρ.).