ηδυπότις

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡδυπότις, -ιδος, ἡ (Α)
είδος ποτηριού που, όπως πιστευόταν, έκανε γλυκιά τη γεύση του ποτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -ποτις (< πότις, θηλ. του πότης < πίνω)].