πότις
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
v. πότης.
German (Pape)
[Seite 689] ιδος, ἡ, fem. von πότης, Trinkerinn, Epicrat. bei Ath. XIII, 570 b.
Greek (Liddell-Scott)
πότις: -ιδος, θηλ. τοῦ πότης, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. πότης.
Greek Monotonic
πότις: -ιδος, θηλ. του πότης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πότις -ιδος, ἡ [πίνω] drinkster, drankzuchtige (vrouw); kom. superl. vocat.. ὢ ποτίσταται superdrinksters! Aristoph. Th. 735.