ἡδύκαρπος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A with sweet fruit, Pherecyd.178J.; δένδρον Thphr.HP4.4.5.

German (Pape)

[Seite 1153] mit süßer Frucht, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύκαρπος: -ον, φέρων γλυκεῖς καρπούς, δένδρον Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 4, 5.

Greek Monolingual

ἡδύκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύ-καρπος, ξηρό-καρπος].