Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἡδύκαρπος, -ον (Α)αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύ-καρπος, ξηρό-καρπος].