[Seite 1142] τό, f. L. für ζωγράφημα, Schol. Soph. Ai. 615.
το ζωγραφίζω1. η πράξη του ζωγραφίζω, η ζωγράφιση2. έργο ζωγραφικής, εικόνα, ζωγράφημα.