ζωγράφημα
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
-ατος, τό, a picture, Pl.Phlb. 39d, Cra.430b sq.
German (Pape)
[Seite 1142] τό, das Gemälde, Plat. Crat. 430 e u. öfter; Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωγράφημα -ατος, τό ζωγραφέω, schildering.
Russian (Dvoretsky)
ζωγράφημα: ατος (ρᾰ) τό картина или рисунок Plat., Arst., Plut.
Greek Monolingual
το (Α ζωγράφημα) ζωγραφώ
το αποτέλεσμα του ζωγραφώ), ζωγραφιά, έργο ζωγραφικής
νεοελλ.
η ενέργεια του ζωγραφώ, το ζωγράφισμα.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγράφημα: τό, ζωγραφία, Πλάτ. Φιλήβ. 39D, Κρατ. 430Β, κἑξ.