ἡδύθρους, -ουν και -οος, -οον δωρ. τ. ἁδύθρους, -ουν και -οος, -οον, (Α)αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό-θρους, δημό-θρους, μιξό-θρους].