ξεφωνίζω

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

και ξεφωνώ
1. βγάζω δυνατές και παρατεταμένες φωνές, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
2. θρηνώ, οιμώζω, ιδίως μπροστά σε νεκρό
3. αποδοκιμάζω κάποιον έντονα και δημόσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφώνησα (βλ λ. ξε-), αόρ. του ἐκφωνῶ, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].