ἡμερίδης, -ου, ὁ (Α)1. (για οίνο) ελαφρός, γλυκός2. επίθ. του Διονύσου ως προστάτη της ημερίδος.[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία 1 < ήμερος. Με τη σημασία 2 < ημερίς].