ημερίς

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

ἡμερίς, ἡ (Α) ήμερος
1. ήμερο αμπέλι, καλλιεργημένο κλήμα
2. η ήμερη βαλανιδιά
3. φρ. μτφ. «ἡ ποιητική ἡμερίς τῶν Μουσῶν» — η ποιητική σταφύλη, η ευγενής ποίηση τών Μουσών (Πλούτ.).