ημιπέπειρος
Greek Monolingual
ἡμιπέπειρος, -ον (Α)
ήμιπέπανος, μισοώριμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέπειρος < πέπειρα, θηλ. του πέπων «ώριμος», με αντίστροφη παραγωγή].
ἡμιπέπειρος, -ον (Α)
ήμιπέπανος, μισοώριμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέπειρος < πέπειρα, θηλ. του πέπων «ώριμος», με αντίστροφη παραγωγή].