ἡμιπέπειρος

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπέ<πε>ιρος Medium diacritics: ἡμιπέπειρος Low diacritics: ημιπέπειρος Capitals: ΗΜΙΠΕΠΕΙΡΟΣ
Transliteration A: hēmipépeiros Transliteration B: hēmipepeiros Transliteration C: imipepeiros Beta Code: h(mipe/peiros

English (LSJ)

ἡμιπέπειρον, half-ripe, Hsch. s.v. βλήσσα.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπέπειρος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. βήσσας.

Greek Monolingual

ἡμιπέπειρος, -ον (Α)
ήμιπέπανος, μισοώριμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέπειρος < πέπειρα, θηλ. του πέπων «ώριμος», με αντίστροφη παραγωγή].

German (Pape)

halb reif, Hesych.