ἡμιόδιος, -ον (Α)1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιονμισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ-όδιος].