ἡμιόδιος

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιόδιος Medium diacritics: ἡμιόδιος Low diacritics: ημιόδιος Capitals: ΗΜΙΟΔΙΟΣ
Transliteration A: hēmiódios Transliteration B: hēmiodios Transliteration C: imiodios Beta Code: h(mio/dios

English (LSJ)

ἡμιόδιον, prob. f.l. in Arist. Oec.1352b26.

German (Pape)

[Seite 1169] der über den halben Weg gesetzt ist, l. d., Arist. oec. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιόδιος: прошедший полпути Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιόδιος: -ον, ἀμφ. γραφ., ὁ ὁδεύσας τὸ ἥμισυ τῆς ὁδοῦ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34.

Greek Monolingual

ἡμιόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον
μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισόδιος].