ἡμέριος, -ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, -ον) ημέραμσν.(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριονκαθημερινάαρχ.1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.)2. ημερήσιος, καθημερινός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοιοι θνητοί.