ημερήσιος
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἡμερήσιος, -ία, -ιον, Α και ἡμερήσιος, -ον, δωρ. τ. ἁμερήσιος, -ία και ίη, -ιον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημέρα, αυτός που συμβαίνει κατά την ημέρα («ἡμερήσιον φάος», Αισχύλ.)
2. αυτός που διαρκεί μία μέρα (α. «ημερήσια εκδρομή» β. ημερήσιος λόγος», Ισοκρ.)
3. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός (α. «ημερήσια έξοδα» β. «πεντακοσίους γράφει στίχους ἡμερησίους», Διογ. Λαέρ.)
νεοελλ.
1. (για έντυπο) αυτός που εκδίδεται κάθε μέρα, αυτός που εμφανίζεται σε καθημερινές εκδόσεις («ημερήσιος τύπος» — οι εφημερίδες που εκδίδονται κάθε μέρα, σε αντιδιαστολή προς τον περιοδικό τύπο)
2. αυτός που προορίζεται για μία μέρα
3. φρ. α) στρ. «ημερήσια διαταγή» i) βιβλίο που τηρείται από κάθε επιτελείο ή άλλη στρατιωτική μονάδα
ii) κάθε γενική εγκύκλιος προς το στράτευμα τών διοικητών τών μεγάλων μονάδων ή τών αρχηγών τών επιτελείων η οποία είναι καταχωρισμένη στο βιβλίο της ημερήσιας διάταξης της μονάδας ή του επιτελείου
β) «ημερήσια διάταξη» — το πρόγραμμα τών θεμάτων που συζητούνται σε μια συνεδρία
γ) «ημερήσιοι κύκλοι» — κύκλοι παράλληλοι προς τον ουράνιο ισημερινό που είναι οι φαινόμενες ημερήσιες διαδρομές τών ουράνιων σωμάτων, δ) «ημερήσια κίνηση» — η φαινομένη καθημερινή κίνηση της ουράνιας σφαίρας από τα ανατολικά προς τα δυτικά, η οποία οφείλεται στην περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της από τα δυτικά προς τα ανατολικά
ε) (μετεωρ.) «ημερήσια μεταβολή» — μεταβολή τών κλιματικών στοιχείων μέσα σε χρονική περίοδο εικοσιτεσσάρων ωρών
στ) (μετεωρ.) «ημερήσια πορεία θερμοκρασίας» — μέση μεταβολή της θερμοκρασίας του αέρα κοντά στο έδαφος που αναφέρεται σε χρονική περίοδο εικοσιτεσσάρων ωρών, η οποία συνήθως θεωρείται ότι αρχίζει στις 12 μ.μ.
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ημερήσιον
μισθός για μια ημέρα, το ημερομίσθιο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμερησία
βιβλίο στο οποίο αναγράφονταν ημερήσια συμβάντα, ημερολόγιο
3. φρ. «ἡμερήσιον μνημόσυνον» — ημερολόγιο.
επίρρ...
ημερησίως (AM ἡμερησίως)
καθημερινά, κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + -ήσιος, πρβλ. βουνήσιος, ετήσιος].