ἡμιολιασμός

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ὁ,

   A multiplying by one and a half, Antipho Soph. 75.

German (Pape)

[Seite 1169] ὁ, das Geben des Anderthalbigen, Harpocr. aus Antipho.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιολιασμός: ὁ, «τὰ ἡμιόλια δοῦναι», Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρατίωνι, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἡμιολιασμός, ὁ (Α)
πολλαπλασιασμός επί ένα και μισό, δόση ενός όλου και μισού.