δόση

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

η (AM δόσις)
1. το να δίνει κάποιος κάτι, χορήγηση, δόσιμο
2. χρηματικό ποσό που δίνεται τμηματικά για εξόφληση χρέους ή αγορασμένων πραγμάτων
3. ποσότητα φαρμάκου που δίνεται τμηματικά σε τακτά χρονικά διαστήματα
μσν.
1. (για ακίνητο) μεταβίβαση
2. παραχώρηση
αρχ.-μσν.
φόρος, εισφορά για κάποιο σκοπό
αρχ.
1. άδεια, ελευθερία
2. δώρο
3. κληρονομιά, κληροδότημα
4. δώρο προς τον λαό
5. ποσότητα που δίνεται σε κάποιον, μερίδιο, μοίρα
6. μοίρα, πεπρωμένο, ειμαρμένη.