ηλόνυξη

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
(στα πεταλωμένα ζώα) ο τραυματισμός από τα καρφιά τών πετάλων στον ιστό του κάτω μέρους της οπλής τών αλόγων, καρφόπιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + νύξη «κέντρισμα»].