Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νύξη

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris

Greek Monolingual

η (ΑΜ νύξις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος) νύσσω
κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, κεντιά, τσίμπημα
νεοελλ.
1. επιφανειακή λύση της συνέχειας του δέρματος, όπως αυτή που γίνεται κατά τον δαμαλισμό
2. (στην οπλομαχητική) το χτύπημα που δίνεται με την αιχμή ξίφους ή σπαθιού, σε αντιδιαστολή προς την καταφορά, που δίνεται με την κόψη
3. σύντομη αναφορά σε κάποιο ζήτημα χωρίς λεπτομερειακή ανάλυση (α. «μού έκανε μια νύξη για την αύξηση» β. «νύξεις διά περαιτέρω σκέψεις»)
4. υπαινιγμός, υπονοούμενο («δεν κατάλαβε κανένας τη νύξη που έκανε για τον κλέφτη»)
αρχ.
1. δάγκωμανύξις σκορπίου θαλασσίου», Διόσκ.)
2. ψαύση, επαφή.