ἡμικόριον

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

τό,

   A half-κόρος, a dry measure, Hsch. (-κόλλιον cod.):—also ἡμί-κορος, ὁ, Aq., Sm., Thd.Ho.3.2.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, ein halber κόρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικόριον: τό, ἥμισυς κόρος, μέτρον ξηρῶν, Ἡσύχ. (κοινῶς -κόλλιον).

Greek Monolingual

ἡμικόριον, τὸ (Α)
μισός κόρος, μέτρο ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κόρ-ιον (< θ. κορ- του κόρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].