ἡμίρρυπος, -ον (Α)αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» — μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρύπος «βρομιά»].