ἡμίρρυπος

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίρρῠπος Medium diacritics: ἡμίρρυπος Low diacritics: ημίρρυπος Capitals: ΗΜΙΡΡΥΠΟΣ
Transliteration A: hēmírrypos Transliteration B: hēmirrypos Transliteration C: imirrypos Beta Code: h(mi/rrupos

English (LSJ)

ἡμίρρυπον, half-dirty, εἴριον Id.Mul.2.205.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίρρῠπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ῥερυπωμένος, ῥυπαρός, εἴριον Ιππ. 672. 19.

Greek Monolingual

ἡμίρρυπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» — μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρύπος «βρομιά»].

German (Pape)

halb schmutzig, Hippocr.