ἠπύτα, ὁ, ἡ (Α) ηπύωφρ. α) «ἠπύτα κῆρυξ» — μεγαλόφωνος κήρυκας» (Ομ. Ιλ.)β) «ἠπύτα σῡριγξ» — οξύφωνος αυλός, Κόιντ.