ηπύω

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

ἠπύω, δωρ. και αρκ. τ. ἀπύω (Α)
1. προσκαλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον («ὅθι ποιμένα ποιμήν ἠπύει», Ομ. Οδ.)
2. επικαλούμαι κάποιον («ἄπυεν Εὐτρίαιναν», Πίνδ.)
3. (για άνεμο) πνέω ηχηρά («οὔτ' ἄνεμος τόσσον περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι ἠπύει», Ομ. Ιλ.)
4. (για λύρα) ηχώ («ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει», Ομ. Οδ.)
5. άδω («Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς», Πίνδ.)
6. εκφέρω λόγο («πατρός ὄνομ' ἀπύεις», Αισχύλ.)
7. λέγω («τὶς ἄν ἀπύοι...;» — ποιος θα μπορούσε να πει, Σοφ.)
8. καταδιώκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπυς + κατάλ. -ύω (πρβλ. γηρύω, οιζύω). Η σύνδεση της λ. με το λατ. vapulo «ξυλοφορτώνομαι-θρηνώ», καθώς και με γοτθ. wopjan «κραυγάζω, φωνάζω», δεν είναι πολύ πιθανή λόγω της απουσίας αρχικού F- στο ηπύω.
ΠΑΡ. αρχ. ηπύτα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανηπύω, βριήπυος, επηπύω].