ἡμιχανής, -ές (Α)ανοιχτός κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -χανης (< χάνος, το, «στόμα»), πρβλ. α-χανής, ευρυ-χανής].