ημιχανής

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

ἡμιχανής, -ές (Α)
ανοιχτός κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -χανης (< χάνος, το, «στόμα»), πρβλ. αχανής, ευρυχανής].